ἡμίπλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμίπλεκτος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπλεγμένος, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 10, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 160. | |lstext='''ἡμίπλεκτος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπλεγμένος, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 10, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 160. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμίπλεκτος]], -ον (Α)<br />ο [[κατά]] το ήμισυ πλεγμένος, μισοπλεγμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A half-plaited, Philyll.31.
German (Pape)
[Seite 1169] halb geflochten, Poll. 6, 160.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίπλεκτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπλεγμένος, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 10, Πολυδ. Ϛ΄, 160.
Greek Monolingual
ἡμίπλεκτος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ πλεγμένος, μισοπλεγμένος.