ἡμιρρομβιαῖος: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμιρρομβιαῖος''': -α, -ον, ὡς τὸ [[ἡμιρρόμβιον]], Γαλην. 12. σ. 477. | |lstext='''ἡμιρρομβιαῖος''': -α, -ον, ὡς τὸ [[ἡμιρρόμβιον]], Γαλην. 12. σ. 477. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡμιρρομβιαῑος, -αία, -ον (Α) [[ημιρρόμβιο]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ημιρρόμβιο]] ή έχει [[σχήμα]] ημιρρομβίου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A like a ἡμιρρόμβιον, Gal.18(1).788.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιρρομβιαῖος: -α, -ον, ὡς τὸ ἡμιρρόμβιον, Γαλην. 12. σ. 477.
Greek Monolingual
ἡμιρρομβιαῑος, -αία, -ον (Α) ημιρρόμβιο
αυτός που μοιάζει με ημιρρόμβιο ή έχει σχήμα ημιρρομβίου.