θαυματολογία: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source
(6_10)
(16)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''θαυμᾰτολογία''': ἡ, θαυμαστὸς [[λόγος]], [[τερατολογία]], Συνέσ. 44Α.
|lstext='''θαυμᾰτολογία''': ἡ, θαυμαστὸς [[λόγος]], [[τερατολογία]], Συνέσ. 44Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[θαυματολογία]], ἡ (Α) [[θαυματολόγος]]<br /><b>1.</b> [[θαυμαστός]] [[λόγος]], [[τερατολογία]]<br /><b>2.</b> [[συλλογή]] θαυμάτων.
}}
}}

Latest revision as of 07:17, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1189] ἡ, = τερατολογία, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμᾰτολογία: ἡ, θαυμαστὸς λόγος, τερατολογία, Συνέσ. 44Α.

Greek Monolingual

θαυματολογία, ἡ (Α) θαυματολόγος
1. θαυμαστός λόγος, τερατολογία
2. συλλογή θαυμάτων.