θαυματολόγος

From LSJ

Greek Monolingual

-ο (Α θαυματολόγος, -ον)
αυτός που αφηγείται θαύματα
νεοελλ.
τερατολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + -λογος < λέγω (πρβλ. γλωσσολόγος, τερατολόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].