θαυματολογία
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1189] ἡ, = τερατολογία, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμᾰτολογία: ἡ, θαυμαστὸς λόγος, τερατολογία, Συνέσ. 44Α.
Greek Monolingual
θαυματολογία, ἡ (Α) θαυματολόγος
1. θαυμαστός λόγος, τερατολογία
2. συλλογή θαυμάτων.