θηριοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
(6_7)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηριοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] ἀγρίῳ θηρίῳ, Ἀδαμάντ. Φυσ. 1. 1.
|lstext='''θηριοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] ἀγρίῳ θηρίῳ, Ἀδαμάντ. Φυσ. 1. 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηριοειδής]], -ές (Α)<br />όμοιος με [[θηρίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>ειδής</i>, <i>ρομβο</i>-<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηριοειδής Medium diacritics: θηριοειδής Low diacritics: θηριοειδής Capitals: ΘΗΡΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thērioeidḗs Transliteration B: thērioeidēs Transliteration C: thirioeidis Beta Code: qhrioeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a wild beast, Adam. 1.4.

German (Pape)

[Seite 1209] ές, thierähnlich, Adam. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

θηριοειδής: -ές, ὅμοιος ἀγρίῳ θηρίῳ, Ἀδαμάντ. Φυσ. 1. 1.

Greek Monolingual

θηριοειδής, -ές (Α)
όμοιος με θηρίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -ειδής (< είδος), πρβλ. δυσ-ειδής, ρομβο-ειδής].