θηριοπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(6_7)
(17)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηριοπρεπής''': -ές, ἁρμόζων εἰς [[θηρίον]], Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. θηριοπρεπῶς, Κύριλλ. ἐν Ἅπ. τ. ΙΙ. σ. 293C, 310Ε, 378Α.
|lstext='''θηριοπρεπής''': -ές, ἁρμόζων εἰς [[θηρίον]], Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. θηριοπρεπῶς, Κύριλλ. ἐν Ἅπ. τ. ΙΙ. σ. 293C, 310Ε, 378Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[θηριοπρεπής]], -ές)<br />αυτός που αρμόζει σε [[θηρίο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θηριοπρεπῶς</i> (Α)<br />με θηριοπρεπή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]] «[[φαίνομαι]], [[ομοιάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αξιο</i>-<i>πρεπής</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>πρεπής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1210] ές, thiermäßig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θηριοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς θηρίον, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. θηριοπρεπῶς, Κύριλλ. ἐν Ἅπ. τ. ΙΙ. σ. 293C, 310Ε, 378Α.

Greek Monolingual

-ές (Α θηριοπρεπής, -ές)
αυτός που αρμόζει σε θηρίο.
επίρρ...
θηριοπρεπῶς (Α)
με θηριοπρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -πρεπής (< πρέπω «φαίνομαι, ομοιάζω»), πρβλ. αξιο-πρεπής, μεγαλο-πρεπής].