θηρεύτρια: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_12)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηρεύτρια''': θηλ. τοῦ [[θηρευτήρ]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. θηρότις· θ. κύνες Θεμίστ. 220Β.
|lstext='''θηρεύτρια''': θηλ. τοῦ [[θηρευτήρ]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. θηρότις· θ. κύνες Θεμίστ. 220Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηρεύτρια]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[θηρευτήρ]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρεύτρια Medium diacritics: θηρεύτρια Low diacritics: θηρεύτρια Capitals: ΘΗΡΕΥΤΡΙΑ
Transliteration A: thēreútria Transliteration B: thēreutria Transliteration C: thireytria Beta Code: qhreu/tria

English (LSJ)

fem. of

   A θηρευτήρ, βοῦς PCair.Zen.292.298 (iii B.C.), cf. Hsch. s.v. θηρότις; θ. κύνες Them. Or.18.220b.

German (Pape)

[Seite 1209] ἡ, die Jägerinn, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θηρεύτρια: θηλ. τοῦ θηρευτήρ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. θηρότις· θ. κύνες Θεμίστ. 220Β.

Greek Monolingual

θηρεύτρια, ἡ (Α)
βλ. θηρευτήρ.