θηρευτήρ: Difference between revisions
From LSJ
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
(6_12) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηρευτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ὀππ. Κ. 1. 449. | |lstext='''θηρευτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ὀππ. Κ. 1. 449. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θηρευτήρ]], ό και θηλ. [[θηρεύτρια]] (Α) [[θηρεύω]]<br /><b>1.</b> ο [[θηρευτής]], ο [[κυνηγός]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. και ως επίθ.) θηρευτική, κυνηγετική. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,= sq., Opp.C.1.449.
German (Pape)
[Seite 1209] ῆρος, ὁ, = Folgdm; Her. 2, 70, l. d.; Opp. C. 1, 449.
Greek (Liddell-Scott)
θηρευτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ὀππ. Κ. 1. 449.
Greek Monolingual
θηρευτήρ, ό και θηλ. θηρεύτρια (Α) θηρεύω
1. ο θηρευτής, ο κυνηγός
2. (το θηλ. και ως επίθ.) θηρευτική, κυνηγετική.