ἰθύτομος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
(6_15)
(17)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰθύτομος''': -ον, ([[τέμνω]]) κατ’ εὐθεῖαν τετμημένος, δηλ. [[εὐθύς]], [[οἶμος]] Διον. Ἀρ.
|lstext='''ἰθύτομος''': -ον, ([[τέμνω]]) κατ’ εὐθεῖαν τετμημένος, δηλ. [[εὐθύς]], [[οἶμος]] Διον. Ἀρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰθύτομος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τμηθεί σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], ο [[ευθύς]] («[[ἰθύτομος]] [[οἶμος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτί</i>-<i>τομος</i>, <i>υλό</i>-<i>τομος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1246] dasselbe, οἶμος Dion. Areop.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθύτομος: -ον, (τέμνω) κατ’ εὐθεῖαν τετμημένος, δηλ. εὐθύς, οἶμος Διον. Ἀρ.

Greek Monolingual

ἰθύτομος, -ον (Α)
αυτός που έχει τμηθεί σε ευθεία γραμμή, ο ευθύςἰθύτομος οἶμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -τομος (< τόμος), πρβλ. αρτί-τομος, υλό-τομος].