ἱεροφαντικός: Difference between revisions
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />d’hiérophante ; βίβλοι ἱεροφαντικοί les livres du pontife <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἱεροφάντης]]. | |btext=ή, όν :<br />d’hiérophante ; βίβλοι ἱεροφαντικοί les livres du pontife <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἱεροφάντης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱεροφαντικός]], -ή, -όν (Α) [[ιεροφάντης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιεροφάντη (α. «στεφανωθῆναι τῷ ἱεροφαντικῷ στέμματι», <b>Πλούτ.</b><br />β. «βίβλους ἱεροφαντικάς» — βιβλία για τους pontifices τών Ρωμαίων, libri pontificates, <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἱεροφαντικῶς</i><br />[[κατά]] τον τρόπο τών ιεροφαντών, σαν [[ιεροφάντης]], μυσταγωγικώς, ιεροπρεπώς. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of a hierophant, στέμμα Luc.Alex.60; βίβλοι ἱ.,= Lat. libri pontificales, Plu.Num.22. Adv. -κῶς Luc.Alex.39.
German (Pape)
[Seite 1243] ή, όν, den Hierophanten betreffend; στέμμα Luc. Alex. 60; βίβλοι, Bücher über die pontifices, Plut. Num. 22. – Adv., nach Art der Hierophanten, Luc. Alex. 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροφαντικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἱεροφάντην, στέμμα Λουκ. Ἀλέξ. 60· βίβλοι ἱερ., Λατ. libri pontificales, Πλουτ. Νουμ. 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, Λουκ. Ἀλέξ. 39.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’hiérophante ; βίβλοι ἱεροφαντικοί les livres du pontife à Rome.
Étymologie: ἱεροφάντης.
Greek Monolingual
ἱεροφαντικός, -ή, -όν (Α) ιεροφάντης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιεροφάντη (α. «στεφανωθῆναι τῷ ἱεροφαντικῷ στέμματι», Πλούτ.
β. «βίβλους ἱεροφαντικάς» — βιβλία για τους pontifices τών Ρωμαίων, libri pontificates, Πλούτ.).
επίρρ...
ἱεροφαντικῶς
κατά τον τρόπο τών ιεροφαντών, σαν ιεροφάντης, μυσταγωγικώς, ιεροπρεπώς.