ἰσόπετρος: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
(6_16)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσόπετρος''': -ον, [[ὅμοιος]] πέτρᾳ, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 192.
|lstext='''ἰσόπετρος''': -ον, [[ὅμοιος]] πέτρᾳ, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 192.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσόπετρος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για τον άγιο Ιωάννη) [[ίσος]], [[ισάξιος]] με τον απόστολο Πέτρο<br /><b>αρχ.</b><br />[[ὅμοιος]] με [[πέτρα]], [[βραχώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ἰσόπετρος]]<span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πέτρα]], ενὼ το μσν. [[ἰσόπετρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>Πέτρος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπετρος Medium diacritics: ἰσόπετρος Low diacritics: ισόπετρος Capitals: ΙΣΟΠΕΤΡΟΣ
Transliteration A: isópetros Transliteration B: isopetros Transliteration C: isopetros Beta Code: i)so/petros

English (LSJ)

ον,

   A gloss on ἀντίπετρος, Sch.S.OC192.

German (Pape)

[Seite 1265] felsengleich, steinhart, Erkl. von ἀντίπετρος, Schol. Soph. O. C. 188.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπετρος: -ον, ὅμοιος πέτρᾳ, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 192.

Greek Monolingual

ἰσόπετρος, -ον (ΑΜ)
μσν.
(για τον άγιο Ιωάννη) ίσος, ισάξιος με τον απόστολο Πέτρο
αρχ.
ὅμοιος με πέτρα, βραχώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἰσόπετρος< ἰσ(ο)- + πέτρα, ενὼ το μσν. ἰσόπετρος < ἰσ(ο)- + Πέτρος].