ἰσχομένως: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
(6_7) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσχομένως''': Ἐπίρρ.· ([[ἴσχω]]) [[μετὰ]] κωλυμάτων, ἐμποδίων, Πλάτ. Κρατ. 415C. | |lstext='''ἰσχομένως''': Ἐπίρρ.· ([[ἴσχω]]) [[μετὰ]] κωλυμάτων, ἐμποδίων, Πλάτ. Κρατ. 415C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσχομένως]] (Α) <b>επίρρ.</b> με εμπόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσχόμενος</i>, μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. του ρ. [[ἴσχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv., (ῐσχω)
A with checks or hindrances, Pl.Cra.415c.
German (Pape)
[Seite 1273] adv. zum part. praes. von ἴσχω, zurückgehalten, aufgehalten, καὶ ἐμποδιζομένως πορεύεσθαι Plat. Crat. 415 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχομένως: Ἐπίρρ.· (ἴσχω) μετὰ κωλυμάτων, ἐμποδίων, Πλάτ. Κρατ. 415C.
Greek Monolingual
ἰσχομένως (Α) επίρρ. με εμπόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχόμενος, μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. του ρ. ἴσχω.