κακκαλία: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(7)
 
(18)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kakkali/a
|Beta Code=kakkali/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[στρύχνον ὑπνωτικόν]], Dsc.4.72. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">Mercurialis tomentosa</b>, ib.122, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>25.135</span>; v. [[κακαλία]].</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[στρύχνον ὑπνωτικόν]], Dsc.4.72. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">Mercurialis tomentosa</b>, ib.122, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>25.135</span>; v. [[κακαλία]].</span>
}}
{{grml
|mltxt=κακ(κ)[[αλία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] στρύχνο το υπνωτικό<br /><b>2.</b> το ποώδες [[φυτό]] [[μερκουριαλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. [[σχέση]] με την αιγυπτιακής προελεύσεως [[ονομασία]] [[φυτών]] <i>ακακαλίς</i>].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακκαλία Medium diacritics: κακκαλία Low diacritics: κακκαλία Capitals: ΚΑΚΚΑΛΙΑ
Transliteration A: kakkalía Transliteration B: kakkalia Transliteration C: kakkalia Beta Code: kakkali/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = στρύχνον ὑπνωτικόν, Dsc.4.72.    II Mercurialis tomentosa, ib.122, Plin.HN25.135; v. κακαλία.

Greek Monolingual

κακ(κ)αλία, ἡ (Α)
1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό
2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς].