κακοκλεής: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6_7) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰκοκλεής''': -ές, ([[κλέος]]) κακὴν φήμην ἔχων, κακοκλεὲς [[αἶσχος]] Τρυφιόδ. 127. | |lstext='''κᾰκοκλεής''': -ές, ([[κλέος]]) κακὴν φήμην ἔχων, κακοκλεὲς [[αἶσχος]] Τρυφιόδ. 127. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακοκλεής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει κακή [[φήμη]], [[κακό]] όνομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισο</i>-<i>κλεής</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>κλεής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (κλέος)
A ill-famed, Tryph.127.
German (Pape)
[Seite 1300] ές, von schlechtem Rufe, αἶσχος, Tryph. 125.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοκλεής: -ές, (κλέος) κακὴν φήμην ἔχων, κακοκλεὲς αἶσχος Τρυφιόδ. 127.
Greek Monolingual
κακοκλεής, -ές (Α)
αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -κλεής (< κλέος), πρβλ. ισο-κλεής, μεγαλο-κλεής].