καμηλόκεντρον: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(6_21)
 
(19)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καμηλόκεντρον''': τὸ, [[κέντρον]] δι’ οὗ κεντοῦσι τάς καμήλους, Σωφρόνιος 3489Α.
|lstext='''καμηλόκεντρον''': τὸ, [[κέντρον]] δι’ οὗ κεντοῦσι τάς καμήλους, Σωφρόνιος 3489Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[καμηλόκεντρον]], τὸ (Μ)<br />το [[κεντρί]] με το οποίο κεντρίζουν τις καμήλες για να βαδίζουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> [[κέντρον]] «[[κεντρί]]»].
}}
}}

Latest revision as of 07:21, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

καμηλόκεντρον: τὸ, κέντρον δι’ οὗ κεντοῦσι τάς καμήλους, Σωφρόνιος 3489Α.

Greek Monolingual

καμηλόκεντρον, τὸ (Μ)
το κεντρί με το οποίο κεντρίζουν τις καμήλες για να βαδίζουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κέντρον «κεντρί»].