καμηλικός: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
(19) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kamhliko/s | |Beta Code=kamhliko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for a camel</b>, γόμοι <span class="title">OGI</span> 629.16 (Palmyra, ii A.D.); <b class="b2">transportable by camels</b> (cf. [[ὀνικός]]), λίθοι <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>498.8</span> (ii A. D.).</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for a camel</b>, γόμοι <span class="title">OGI</span> 629.16 (Palmyra, ii A.D.); <b class="b2">transportable by camels</b> (cf. [[ὀνικός]]), λίθοι <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>498.8</span> (ii A. D.).</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καμηλικός]], -ή, -όν (Α) [[κάμηλος]]<br />(<b>επιγρ.</b> και πάπ.)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε [[καμήλα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τόσο [[βάρος]] όσο μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει μια [[καμήλα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a camel, γόμοι OGI 629.16 (Palmyra, ii A.D.); transportable by camels (cf. ὀνικός), λίθοι POxy.498.8 (ii A. D.).
Greek Monolingual
καμηλικός, -ή, -όν (Α) κάμηλος
(επιγρ. και πάπ.)
1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε καμήλα
2. αυτός που έχει τόσο βάρος όσο μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει μια καμήλα.