κάμπαγος: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(6_15) |
(19) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάμπαγος''': ὁ, τὸ Λατ. campagus, [[εἶδος]] ὑποδήματος, Ἰω. Λυδ. 134, 22. | |lstext='''κάμπαγος''': ὁ, τὸ Λατ. campagus, [[εἶδος]] ὑποδήματος, Ἰω. Λυδ. 134, 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάμπαγος]] (AM)<br />[[είδος]] υποδήματος που φορούσαν οι Ρωμαίοι και Βυζαντινοί αυτοκράτορες, οι πατρίκιοι και οι ιππείς, το οποίο έμοιαζε με [[σανδάλι]], ήταν προσαρμοσμένο στο [[πόδι]] με ιμάντες και άφηνε ακάλυπτο το [[πάνω]] [[μέρος]] του ποδιού. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>campagus</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:21, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
κάμπαγος: ὁ, τὸ Λατ. campagus, εἶδος ὑποδήματος, Ἰω. Λυδ. 134, 22.
Greek Monolingual
κάμπαγος (AM)
είδος υποδήματος που φορούσαν οι Ρωμαίοι και Βυζαντινοί αυτοκράτορες, οι πατρίκιοι και οι ιππείς, το οποίο έμοιαζε με σανδάλι, ήταν προσαρμοσμένο στο πόδι με ιμάντες και άφηνε ακάλυπτο το πάνω μέρος του ποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. campagus].