κάμπαγος
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
Greek (Liddell-Scott)
κάμπαγος: ὁ, τὸ Λατ. campagus, εἶδος ὑποδήματος, Ἰω. Λυδ. 134, 22.
Greek Monolingual
κάμπαγος (AM)
είδος υποδήματος που φορούσαν οι Ρωμαίοι και Βυζαντινοί αυτοκράτορες, οι πατρίκιοι και οι ιππείς, το οποίο έμοιαζε με σανδάλι, ήταν προσαρμοσμένο στο πόδι με ιμάντες και άφηνε ακάλυπτο το πάνω μέρος του ποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. campagus].