καρπολογία: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(6_9)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρπολογία''': ἡ, [[συλλογή]], ἡ συγκομιδὴ καρπῶν, Γεωπ. 10. 78, 1.
|lstext='''καρπολογία''': ἡ, [[συλλογή]], ἡ συγκομιδὴ καρπῶν, Γεωπ. 10. 78, 1.
}}
{{grml
|mltxt=η (Μ [[καρπολογία]]) [[καρπολογώ]]<br />η [[συλλογή]] καρπών, η [[συγκομιδή]].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπολογία Medium diacritics: καρπολογία Low diacritics: καρπολογία Capitals: ΚΑΡΠΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: karpología Transliteration B: karpologia Transliteration C: karpologia Beta Code: karpologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A gathering of fruit, Gp.10.78.1.

German (Pape)

[Seite 1328] ἡ, die Fruchtlese, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

καρπολογία: ἡ, συλλογή, ἡ συγκομιδὴ καρπῶν, Γεωπ. 10. 78, 1.

Greek Monolingual

η (Μ καρπολογία) καρπολογώ
η συλλογή καρπών, η συγκομιδή.