καταγελάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines

Source
(6_16)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταγελάσιμος''': -ον, γελοῖος, προξενῶν γέλωτα, πρβλ. Plaut. Stich. 4. 2, 50, [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ Γελάσιμος, [[ὅπερ]] ἦν [[ὄνομα]] παρασίτου.
|lstext='''καταγελάσιμος''': -ον, γελοῖος, προξενῶν γέλωτα, πρβλ. Plaut. Stich. 4. 2, 50, [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ Γελάσιμος, [[ὅπερ]] ἦν [[ὄνομα]] παρασίτου.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταγελάσιμος]], -ον (Α) [[καταγέλασις]]<br />ο [[άξιος]] χλευασμού.
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγελάσιμος Medium diacritics: καταγελάσιμος Low diacritics: καταγελάσιμος Capitals: ΚΑΤΑΓΕΛΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: katagelásimos Transliteration B: katagelasimos Transliteration C: katagelasimos Beta Code: katagela/simos

English (LSJ)

ον,

   A ridiculous, with play on the name Γελάσιμος, Plaut.Stich.631.

German (Pape)

[Seite 1341] ganz lächerkkch, Plaut. Stich. 4, 2, 50.

Greek (Liddell-Scott)

καταγελάσιμος: -ον, γελοῖος, προξενῶν γέλωτα, πρβλ. Plaut. Stich. 4. 2, 50, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ Γελάσιμος, ὅπερ ἦν ὄνομα παρασίτου.

Greek Monolingual

καταγελάσιμος, -ον (Α) καταγέλασις
ο άξιος χλευασμού.