κατάντημα: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
(6_21)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάντημα''': τό, [[τέλος]], [[τέρμα]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΗ΄, 7)· «ἐλαῖαι οὖσαι [[κατάντημα]] τοῦ δρόμου», [[τέλος]], [[πέρας]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1026· συμβάν.
|lstext='''κατάντημα''': τό, [[τέλος]], [[τέρμα]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΗ΄, 7)· «ἐλαῖαι οὖσαι [[κατάντημα]] τοῦ δρόμου», [[τέλος]], [[πέρας]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1026· συμβάν.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[κατάντημα]]) [[καταντώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />άσχημη [[κατάσταση]], κακή [[κατάληξη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τέρμα]], [[κατάληξη]].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάντημα Medium diacritics: κατάντημα Low diacritics: κατάντημα Capitals: ΚΑΤΑΝΤΗΜΑ
Transliteration A: katántēma Transliteration B: katantēma Transliteration C: katantima Beta Code: kata/nthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A end, goal, LXXPs.18(19).7, Sch. Ar.Ra.1026; κ. σκέψεως Sch.E.Hec.744; result, PSI6.698.5 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1366] τό, der Ausgang, das Begebniß, Sp.; ἐλαῖαι οὖσαι κατ. τοῦ δρόμου, Ende, Schol. Ar. Ran. 1026.

Greek (Liddell-Scott)

κατάντημα: τό, τέλος, τέρμα, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΗ΄, 7)· «ἐλαῖαι οὖσαι κατάντημα τοῦ δρόμου», τέλος, πέρας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1026· συμβάν.

Greek Monolingual

το (AM κατάντημα) καταντώ
νεοελλ.
άσχημη κατάσταση, κακή κατάληξη
μσν.-αρχ.
τέρμα, κατάληξη.