καταρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[καταράομαι]].
|btext=<i>ion. c.</i> [[καταράομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταρέομαι]] (Α)<br />ιων. τ. του [[καταρώμαι]].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1374] ion. = καταράομαι, Her., z. B. 4, 184.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾱρέομαι: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καταράομαι, Ἡρόδ. 2. 39.

French (Bailly abrégé)

ion. c. καταράομαι.

Greek Monolingual

καταρέομαι (Α)
ιων. τ. του καταρώμαι.