καταπρανής: Difference between revisions
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
(6_7) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπρᾱνής''': -ές, Δωρ. ἀντὶ τοῦ [[καταπρηνής]], Ἡσύχ.― Ἐπίρρ. -νῶς, Ἐκκλ. | |lstext='''καταπρᾱνής''': -ές, Δωρ. ἀντὶ τοῦ [[καταπρηνής]], Ἡσύχ.― Ἐπίρρ. -νῶς, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταπρανής]], -ές (Α)<br />μτγν. αττ. τ. του [[καταπρηνής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πρανής]] «στραμμένος [[προς]] τα [[κάτω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, Att. for
A καταπρηνής, πρόσχωσις J.AJ4.8.5, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1372] ές, = καταπρηνής, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
καταπρᾱνής: -ές, Δωρ. ἀντὶ τοῦ καταπρηνής, Ἡσύχ.― Ἐπίρρ. -νῶς, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
καταπρανής, -ές (Α)
μτγν. αττ. τ. του καταπρηνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πρανής «στραμμένος προς τα κάτω»].