κατηναγκασμένως: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
(6_6) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατηναγκασμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ἐξ ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, Διόδ. 15. 50. | |lstext='''κατηναγκασμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ἐξ ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, Διόδ. 15. 50. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατηναγκασμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> κατ' [[ανάγκη]], εξ ανάγκης, [[κατά]] ανωτέρα [[επιβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παρακμ. <i>κατηναγκασμένος</i> του ρ. <i>καταναγκάζομαι</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.pf.part.Pass., (καταναγκάζω)
A of necessity, D.S.15.50, Demetr.Lac.Herc.1012.45, Diog.Oen.33, Alex.Aphr.Fat. 181.23.
German (Pape)
[Seite 1401] gezwungen, D. Sic. 15, 50 u. a. Sp., von καταναγκάζω.
Greek (Liddell-Scott)
κατηναγκασμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ἐξ ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, Διόδ. 15. 50.
Greek Monolingual
κατηναγκασμένως (Α)
επίρρ. κατ' ανάγκη, εξ ανάγκης, κατά ανωτέρα επιβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατηναγκασμένος του ρ. καταναγκάζομαι].