κελυφανώδης: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(6_7)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κελῡφᾰνώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[κέλυφος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 7, 2.
|lstext='''κελῡφᾰνώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[κέλυφος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 7, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[κελυφανώδης]], -ες (Α) [[κελύφανον]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κέλυφος]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελυφᾰνώδης Medium diacritics: κελυφανώδης Low diacritics: κελυφανώδης Capitals: ΚΕΛΥΦΑΝΩΔΗΣ
Transliteration A: kelyphanṓdēs Transliteration B: kelyphanōdēs Transliteration C: kelyfanodis Beta Code: kelufanw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a shell or husk, Thphr.CP1.7.2.

German (Pape)

[Seite 1416] ες, = κελυφώδης, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κελῡφᾰνώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς κέλυφος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 7, 2.

Greek Monolingual

κελυφανώδης, -ες (Α) κελύφανον
αυτός που μοιάζει με κέλυφος.