κερχνωτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(6_10)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερχνωτός''': -ή, -όν, [[τραχύς]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. κατακερχνοῦται· «τὰ κερχνωτά· σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῦ χείλους. ποικίλα» ὁ αὐτ.
|lstext='''κερχνωτός''': -ή, -όν, [[τραχύς]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. κατακερχνοῦται· «τὰ κερχνωτά· σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῦ χείλους. ποικίλα» ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κερχνωτός]], -ή, -όν (Α) [[κέρχνος]] (II)]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ κερχνωτά<br />σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῡ χείλους, ποικίλα».
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερχνωτός Medium diacritics: κερχνωτός Low diacritics: κερχνωτός Capitals: ΚΕΡΧΝΩΤΟΣ
Transliteration A: kerchnōtós Transliteration B: kerchnōtos Transliteration C: kerchnotos Beta Code: kerxnwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A roughened, Id.s.v.κατακερχνοῦται: τὰ κ. embossed plate, Id.

Greek (Liddell-Scott)

κερχνωτός: -ή, -όν, τραχύς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κατακερχνοῦται· «τὰ κερχνωτά· σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῦ χείλους. ποικίλα» ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

κερχνωτός, -ή, -όν (Α) κέρχνος (II)]
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ κερχνωτά
σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῡ χείλους, ποικίλα».