κλεῖτος: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλεῖτος''': τό, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[κλέος]], Ἀλκμὰν 85, πρβλ. Ἡσύχ.· παρὰ Σουΐδ. κλῆτος.
|lstext='''κλεῖτος''': τό, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[κλέος]], Ἀλκμὰν 85, πρβλ. Ἡσύχ.· παρὰ Σουΐδ. κλῆτος.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />κλεῑτος, τὸ (Α) [[κλειτός]] (Ι)]<br />(στο λεξ. [[Σούδα]]: <i>κλῆτος</i>) ποιητ. τ. [[αντί]] [[κλέος]].———————— <b>(II)</b><br />κλεῑτος, και [[κλίτος]], τὸ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>κλείτεα</i><br />[[κλειτύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]. Η λ. εμφανίζει την απαθή [[βαθμίδα]] <i>κλει</i>- της ρίζας].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεῖτος Medium diacritics: κλεῖτος Low diacritics: κλείτος Capitals: ΚΛΕΙΤΟΣ
Transliteration A: kleîtos Transliteration B: kleitos Transliteration C: kleitos Beta Code: klei=tos

English (LSJ)

(A), εος, τό, poet. for κλέος, Alcm.96, cf. Hsch.

   A s.v. κλειτή; κλῆτος, Suid.
κλεῖτος (B), εος, τό, = sq., pl.

   A κλείτεα A.R.1.599 cod. Laur. (v.l. κλίτεα): elsewh. κλίτος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1448] τό, Ruhm, Alcm. fr. 85 Bergk.

Greek (Liddell-Scott)

κλεῖτος: τό, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κλέος, Ἀλκμὰν 85, πρβλ. Ἡσύχ.· παρὰ Σουΐδ. κλῆτος.

Greek Monolingual

(I)
κλεῑτος, τὸ (Α) κλειτός (Ι)]
(στο λεξ. Σούδα: κλῆτος) ποιητ. τ. αντί κλέος.———————— (II)
κλεῑτος, και κλίτος, τὸ (Α)
στον πληθ. κλείτεα
κλειτύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω. Η λ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει- της ρίζας].