κλινάς: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_4) |
(20) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλινάς''': -άδος, ἡ, [[προσκεφάλαιον]] ἐπὶ ἀνακλίντρου, Εὐσ. Βίος Κωνστ. 3. 15. | |lstext='''κλινάς''': -άδος, ἡ, [[προσκεφάλαιον]] ἐπὶ ἀνακλίντρου, Εὐσ. Βίος Κωνστ. 3. 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κλινάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />κλινοειδές [[κάθισμα]], [[ανάκλιντρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δρομ</i>-<i>άς</i>, <i>ικμ</i>-<i>άς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1453] άδος, ἡ, das Tischlager, -polster, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
κλινάς: -άδος, ἡ, προσκεφάλαιον ἐπὶ ἀνακλίντρου, Εὐσ. Βίος Κωνστ. 3. 15.
Greek Monolingual
κλινάς, -άδος, ἡ (Α)
κλινοειδές κάθισμα, ανάκλιντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + κατάλ. -άς (πρβλ. δρομ-άς, ικμ-άς)].