κοιτώνιον: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοιτώνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κοιτών]], Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''κοιτώνιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κοιτών]], Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοιτώνιον]], τὸ (Α) [[κοιτών]]<br />μικρό [[υπνοδωμάτιο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of κοιτών, Stud.Pal.20.67.32, Sch.Ar.Lys.160.
German (Pape)
[Seite 1471] τό, dim. zum Vorigen, Schol. Ar. Lys. 150.
Greek (Liddell-Scott)
κοιτώνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κοιτών, Σχόλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
κοιτώνιον, τὸ (Α) κοιτών
μικρό υπνοδωμάτιο.