κονδῖτος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(6_2) |
(21) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κονδῖτος''': [[οἶνος]], ὁ, τὸ Λατ. vinum conditum, [[οἶνος]] [[ἀρωματικός]], Γεωπ. 8. 31· ὡς οὐσ. τὸ κονδῖτον = [[κονδῖτος]] [[οἶνος]], Μοσχίων 77. κλ. | |lstext='''κονδῖτος''': [[οἶνος]], ὁ, τὸ Λατ. vinum conditum, [[οἶνος]] [[ἀρωματικός]], Γεωπ. 8. 31· ὡς οὐσ. τὸ κονδῖτον = [[κονδῖτος]] [[οἶνος]], Μοσχίων 77. κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=κονδῑτος, -ον (ΑM, Α ουδ. και κονδεῑτον, Μ ουδ. και κοντῑτον)<br /><b>1.</b> καρυκευμένος, [[αρωματικός]], [[πικάντικος]] («κονδῑτος [[οἶνος]]», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κονδῑτον</i><br />[[κρασί]] με μπαχαρικά, αρωματικό [[κρασί]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ κονδῑτος</i> [[καρύκευμα]], [[μπαχαρικό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>conditus</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. <i>condio</i> «[[καρυκεύω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1480] οἶνος, vinum conditum, der mit Gewürzen angemacht ist, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κονδῖτος: οἶνος, ὁ, τὸ Λατ. vinum conditum, οἶνος ἀρωματικός, Γεωπ. 8. 31· ὡς οὐσ. τὸ κονδῖτον = κονδῖτος οἶνος, Μοσχίων 77. κλ.
Greek Monolingual
κονδῑτος, -ον (ΑM, Α ουδ. και κονδεῑτον, Μ ουδ. και κοντῑτον)
1. καρυκευμένος, αρωματικός, πικάντικος («κονδῑτος οἶνος», Γεωπ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κονδῑτον
κρασί με μπαχαρικά, αρωματικό κρασί
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ κονδῑτος καρύκευμα, μπαχαρικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. conditus, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. condio «καρυκεύω»].