κραύγασος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
(6_15)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κραύγᾰσος''': ὁ, ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», Λοβ. Φρύνιχ. 338, 436.
|lstext='''κραύγᾰσος''': ὁ, ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», Λοβ. Φρύνιχ. 338, 436.
}}
{{grml
|mltxt=[[κραύγασος]], ὁ (AM)<br />αυτός που βγάζει [[συνεχώς]] κραυγές, [[φωνακλάς]] («[[ὀχλώδης]] καὶ [[κραύγασος]] καὶ [[λάλος]]», Κ. Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[κραυγή]] ή [[κραυγάζω]] με [[επίθημα]] -<i>σος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραύγᾰσος Medium diacritics: κραύγασος Low diacritics: κραύγασος Capitals: ΚΡΑΥΓΑΣΟΣ
Transliteration A: kraúgasos Transliteration B: kraugasos Transliteration C: kraygasos Beta Code: krau/gasos

English (LSJ)

ὁ,

   A bawler, shouter, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

κραύγᾰσος: ὁ, ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», Λοβ. Φρύνιχ. 338, 436.

Greek Monolingual

κραύγασος, ὁ (AM)
αυτός που βγάζει συνεχώς κραυγές, φωνακλάςὀχλώδης καὶ κραύγασος καὶ λάλος», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός < κραυγή ή κραυγάζω με επίθημα -σος].