κριανός: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(6_10) |
(21) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρῑανός''': -ή, -όν, ([[κριὸς]]) γεννηθεὶς ὑπὸ τὸ [[ζῴδιον]] τοῦ Κριοῦ, Βασίλ. Μέγ. τ. 1, σ. 55. | |lstext='''κρῑανός''': -ή, -όν, ([[κριὸς]]) γεννηθεὶς ὑπὸ τὸ [[ζῴδιον]] τοῦ Κριοῦ, Βασίλ. Μέγ. τ. 1, σ. 55. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κριανός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει στο [[ζώδιο]] του Κριού, αυτός που γεννήθηκε [[κάτω]] από το [[ζώδιο]] του Κριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Κριός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σκορπι</i>-<i>ανός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1508] im Zeichen des Widders, κριός, geboren, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑανός: -ή, -όν, (κριὸς) γεννηθεὶς ὑπὸ τὸ ζῴδιον τοῦ Κριοῦ, Βασίλ. Μέγ. τ. 1, σ. 55.
Greek Monolingual
κριανός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει στο ζώδιο του Κριού, αυτός που γεννήθηκε κάτω από το ζώδιο του Κριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κριός + κατάλ. -ανός (πρβλ. σκορπι-ανός)].