κρινέλαιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_21)
(21)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῐνέλαιον''': τό, [[ἔλαιον]] ἐκ κρίνων, Ὀρνεοσόφ. σ. 520.
|lstext='''κρῐνέλαιον''': τό, [[ἔλαιον]] ἐκ κρίνων, Ὀρνεοσόφ. σ. 520.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρινέλαιον]], τὸ (Μ)<br />[[έλαιο]] που εξάγεται από [[κρίνα]].
}}
}}

Latest revision as of 07:26, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1509] τό, Lilienöl, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κρῐνέλαιον: τό, ἔλαιον ἐκ κρίνων, Ὀρνεοσόφ. σ. 520.

Greek Monolingual

κρινέλαιον, τὸ (Μ)
έλαιο που εξάγεται από κρίνα.