κριοκέφαλος: Difference between revisions
From LSJ
ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever
(6_18) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρῑοκέφᾰλος''': -ον, ὁ, ἔχων κεφαλὴν κριοῦ, [[κριοκέφαλος]] [[Ἄμμων]] Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 9. | |lstext='''κρῑοκέφᾰλος''': -ον, ὁ, ἔχων κεφαλὴν κριοῦ, [[κριοκέφαλος]] [[Ἄμμων]] Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κριοκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> κολεόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας κεραμβυκίδες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[κεφάλι]] κριαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιγο</i>-[[κέφαλος]], <i>βου</i>-[[κέφαλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A ram-headed, Hermes Trism.in Rev.Phil.32.254.
German (Pape)
[Seite 1510] mit einem Widderkopf, Ἄμμων, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑοκέφᾰλος: -ον, ὁ, ἔχων κεφαλὴν κριοῦ, κριοκέφαλος Ἄμμων Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 9.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κριοκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
ζωολ. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας κεραμβυκίδες
αρχ.
αυτός που έχει κεφάλι κριαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αιγο-κέφαλος, βου-κέφαλος.