κυνόβρωτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
(6_17) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠνόβρωτος''': -ον, καταβρωθεὶς ὑπὸ κυνῶν, Διογ. Λ. 9. 4. | |lstext='''κῠνόβρωτος''': -ον, καταβρωθεὶς ὑπὸ κυνῶν, Διογ. Λ. 9. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυνόβρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που φαγώθηκε από τα σκυλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βι</i>-<i>βρώσκω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηριό</i>-<i>βρωτος</i>, <i>ιχθυό</i>-<i>βρωτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A devoured by dogs, Neanth.25 J., Phld.Mort.33, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.7.115.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόβρωτος: -ον, καταβρωθεὶς ὑπὸ κυνῶν, Διογ. Λ. 9. 4.
Greek Monolingual
κυνόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που φαγώθηκε από τα σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -βρωτός (< βι-βρώσκω), πρβλ. θηριό-βρωτος, ιχθυό-βρωτος].