κωραλίσκος: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(6_15) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωραλίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[κῶρος]] (ὅ ἐστι [[κοῦρος]]), Ἡρῳδ. π. μον. λέξ. 20. 30, Φώτ.· [[ὄνομα]] κωμῳδίας τοῦ Ἐπιλύκου· πρβλ. ποσθαλίσκος. | |lstext='''κωραλίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[κῶρος]] (ὅ ἐστι [[κοῦρος]]), Ἡρῳδ. π. μον. λέξ. 20. 30, Φώτ.· [[ὄνομα]] κωμῳδίας τοῦ Ἐπιλύκου· πρβλ. ποσθαλίσκος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κωραλίσκος]], ὁ (Α)<br />υποκορ. του [[κώρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῶρος]] <span style="color: red;">+</span> επαυξημένη υποκορ. κατάλ. -<i>αλίσκος</i>, [[κατά]] τα <i>αστραγαλ</i>-<i>ίσκος</i>, <i>πασσαλ</i>-<i>ίσκος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, Dim. of κὼρος ( κοῦρος A), Hdn.Gr.2.926, Phot.; title of play by Epilycus.
German (Pape)
[Seite 1547] ὁ, nach Hdn. π. μον. λ. 20, 30 u. Phot. bei den Kretern = μειράκιον.
Greek (Liddell-Scott)
κωραλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κῶρος (ὅ ἐστι κοῦρος), Ἡρῳδ. π. μον. λέξ. 20. 30, Φώτ.· ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἐπιλύκου· πρβλ. ποσθαλίσκος.
Greek Monolingual
κωραλίσκος, ὁ (Α)
υποκορ. του κώρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶρος + επαυξημένη υποκορ. κατάλ. -αλίσκος, κατά τα αστραγαλ-ίσκος, πασσαλ-ίσκος].