μολυβδοειδής: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(6_7) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μολυβδοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] μολύβδῳ, Διοσκ. 5. 98. | |lstext='''μολυβδοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] μολύβδῳ, Διοσκ. 5. 98. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[μολυβδοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με μόλυβδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like lead, Hp.Int.32, Dsc.5.83, Aret.SA2.7.
German (Pape)
[Seite 200] ές, bleiartig, bes. bleifarbig, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδοειδής: -ές, ὅμοιος μολύβδῳ, Διοσκ. 5. 98.
Greek Monolingual
-ές (Α μολυβδοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -ειδής].