λυκεία: Difference between revisions
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(6_10) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῠκεία''': ἡ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 6. 22, 3. | |lstext='''λῠκεία''': ἡ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 6. 22, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λυκεία]], ἡ (Α) [[λύκειος]]<br />[[περικεφαλαία]] από [[δέρμα]] λύκου («ποτὲ δὲ λυκείαν... ἐπιτίθεσθαι σκέπης ἅμα καὶ σημείου [[χάριν]]», <b>Πολ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A helmet of wolf-skin, Plb.6.22.3.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκεία: ἡ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 6. 22, 3.
Greek Monolingual
λυκεία, ἡ (Α) λύκειος
περικεφαλαία από δέρμα λύκου («ποτὲ δὲ λυκείαν... ἐπιτίθεσθαι σκέπης ἅμα καὶ σημείου χάριν», Πολ.).