μολυβδόχαλκος: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(6_17)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μολυβδόχαλκος''': -ον, μέταλλόν τι μικτὸν ἐκ μολύβδου καὶ χαλκοῦ, Συνέσ. παρὰ Φαβρικ. 8. 245 (ἔκδ. 1717)· - μολιβόχαλκος.
|lstext='''μολυβδόχαλκος''': -ον, μέταλλόν τι μικτὸν ἐκ μολύβδου καὶ χαλκοῦ, Συνέσ. παρὰ Φαβρικ. 8. 245 (ἔκδ. 1717)· - μολιβόχαλκος.
}}
{{grml
|mltxt=[[μολυβδόχαλκος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποτελεί [[κράμα]] μολύβδου και χαλκού.
}}
}}

Revision as of 07:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολυβδόχαλκος Medium diacritics: μολυβδόχαλκος Low diacritics: μολυβδόχαλκος Capitals: ΜΟΛΥΒΔΟΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: molybdóchalkos Transliteration B: molybdochalkos Transliteration C: molyvdochalkos Beta Code: molubdo/xalkos

English (LSJ)

ον,

   A alloy of lead and copper, Zos.Alch.p.157 B.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδόχαλκος: -ον, μέταλλόν τι μικτὸν ἐκ μολύβδου καὶ χαλκοῦ, Συνέσ. παρὰ Φαβρικ. 8. 245 (ἔκδ. 1717)· - μολιβόχαλκος.

Greek Monolingual

μολυβδόχαλκος, -ον (Α)
αυτός που αποτελεί κράμα μολύβδου και χαλκού.