λαμπαδηδρόμος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(6_1) |
(22) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λαμπαδηδρόμος''': [[ἀγών]], ὁ διὰ λαμπάδων [[ἀγών]], Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, σ. 94. 17 ἔκδ. Λ. | |lstext='''λαμπαδηδρόμος''': [[ἀγών]], ὁ διὰ λαμπάδων [[ἀγών]], Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, σ. 94. 17 ἔκδ. Λ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαμπαδηδρόμος]] και [[λαμπαδοδρόμος]], -ο (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει σε [[λαμπαδηδρομία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[λαμπαδηδρόμος]] [[ἀγών]]» — [[αγώνας]] με δαυλούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαμπάς]], -[[άδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρματο</i>-[[δρόμος]], <i>νυκτο</i>-[[δρόμος]]. Το -<i>η</i>- του τ. [[λαμπαδηδρόμος]] οφείλεται σε μετρικούς λόγους]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:30, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
λαμπαδηδρόμος: ἀγών, ὁ διὰ λαμπάδων ἀγών, Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, σ. 94. 17 ἔκδ. Λ.
Greek Monolingual
λαμπαδηδρόμος και λαμπαδοδρόμος, -ο (AM)
1. αυτός που τρέχει σε λαμπαδηδρομία
2. φρ. «λαμπαδηδρόμος ἀγών» — αγώνας με δαυλούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματο-δρόμος, νυκτο-δρόμος. Το -η- του τ. λαμπαδηδρόμος οφείλεται σε μετρικούς λόγους].