λειόφλοιος: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(6_17) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λειόφλοιος''': -ον, ἔχων ὁμαλὸν φλοιόν, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 1. 5, 2, κτλ. | |lstext='''λειόφλοιος''': -ον, ἔχων ὁμαλὸν φλοιόν, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 1. 5, 2, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (Α [[λειόφλοιος]], -ον)<br />αυτός που έχει ομαλό, λείο φλοιό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φλοιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλοιός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ρηξί</i>-<i>φλοιος</i>, <i>τανύ</i>-<i>φλοιος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A smooth-barked, Thphr.HP1.5.2, CP5.7.2 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 24] mit glatter Rinde, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
λειόφλοιος: -ον, ἔχων ὁμαλὸν φλοιόν, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 1. 5, 2, κτλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λειόφλοιος, -ον)
αυτός που έχει ομαλό, λείο φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -φλοιος (< φλοιός), πρβλ. ρηξί-φλοιος, τανύ-φλοιος].