λέπτω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
(8)
 
(23)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=le/ptw
|Beta Code=le/ptw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[λέπω]] <span class="bibl">11.2</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[λέπω]] <span class="bibl">11.2</span>.</span>
}}
{{grml
|mltxt=[[λέπτω]] (Α)<br />[[τρώγω]], [[κατατρώγω]] («[[λέπτει]]<br />κατεσθίει», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέπω]], μεταπλασμένο [[κατά]] τους πολλούς ενεστωτ. σχηματισμούς σε -<i>πτω</i> ή με [[επίδραση]] του [[λεπτός]].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέπτω Medium diacritics: λέπτω Low diacritics: λέπτω Capitals: ΛΕΠΤΩ
Transliteration A: léptō Transliteration B: leptō Transliteration C: lepto Beta Code: le/ptw

English (LSJ)

   A v. λέπω 11.2.

Greek Monolingual

λέπτω (Α)
τρώγω, κατατρώγωλέπτει
κατεσθίει», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω, μεταπλασμένο κατά τους πολλούς ενεστωτ. σχηματισμούς σε -πτω ή με επίδραση του λεπτός.