λευκέρυθρος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(6_16) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκέρυθρος''': -ον, «ἀσπροκόκκινος», χροιὰ Ἀριστ. Φυσιογνωσ. 2. 4. | |lstext='''λευκέρυθρος''': -ον, «ἀσπροκόκκινος», χροιὰ Ἀριστ. Φυσιογνωσ. 2. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[λευκέρυθρος]], -ον Α και [[λευκοέρυθρος]], -ον) [[λευκός]] και [[ερυθρός]], [[ερυθρόλευκος]], ασπροκόκκινος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐρυθρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A whitish red, χροιαί Arist.Phgn.806b4; of persons, Ptol.Tetr.143.
German (Pape)
[Seite 33] weißroth, Arist. physiogn. 2 u. Sp., die auch λευκερυθρόχρους, von weißrother Farbe, u. λευκερυθροφωσφόρος bilden.
Greek (Liddell-Scott)
λευκέρυθρος: -ον, «ἀσπροκόκκινος», χροιὰ Ἀριστ. Φυσιογνωσ. 2. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λευκέρυθρος, -ον Α και λευκοέρυθρος, -ον) λευκός και ερυθρός, ερυθρόλευκος, ασπροκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἐρυθρός.