λευχηπατίας: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(6_19)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευχηπᾰτίας''': -ου, ὁ, = [[λευκηπατίας]], Σουΐδ.
|lstext='''λευχηπᾰτίας''': -ου, ὁ, = [[λευκηπατίας]], Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λευχηπατίας]] και [[λευκηπατίας]], ὁ (Α) αυτός που έχει «άσπρο» [[συκώτι]], δηλ. ο [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡπατίας]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἧπαρ]], -<i>ατος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευχηπᾰτίας Medium diacritics: λευχηπατίας Low diacritics: λευχηπατίας Capitals: ΛΕΥΧΗΠΑΤΙΑΣ
Transliteration A: leuchēpatías Transliteration B: leuchēpatias Transliteration C: lefchipatias Beta Code: leuxhpati/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = λευκηπατίας, Suid.

German (Pape)

[Seite 36] = λευκηπατίας, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

λευχηπᾰτίας: -ου, ὁ, = λευκηπατίας, Σουΐδ.

Greek Monolingual

λευχηπατίας και λευκηπατίας, ὁ (Α) αυτός που έχει «άσπρο» συκώτι, δηλ. ο δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἡπατίας (< ἧπαρ, -ατος)].