λιγυκλαγγής: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(6_7) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐγῠκλαγγής''': -ές, = [[λιγύκροτος]], Βακχυλ. 5. 73., 13. 14 (ἔκδ. Blass). | |lstext='''λῐγῠκλαγγής''': -ές, = [[λιγύκροτος]], Βακχυλ. 5. 73., 13. 14 (ἔκδ. Blass). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιγυκλαγγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[οξύς]], [[διαπεραστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καθαρή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κλαγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλαγγή]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A shrill, νευρά B.5.73; clear-voiced, χοροί Id.13.14.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγῠκλαγγής: -ές, = λιγύκροτος, Βακχυλ. 5. 73., 13. 14 (ἔκδ. Blass).
Greek Monolingual
λιγυκλαγγής, -ές (Α)
1. οξύς, διαπεραστικός
2. αυτός που έχει καθαρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -κλαγγής (< κλαγγή)].