λιθασμός: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐθασμός''': ὁ, [[λιθοβολία]], σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 676, Σοφ. Αἴ. 254. | |lstext='''λῐθασμός''': ὁ, [[λιθοβολία]], σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 676, Σοφ. Αἴ. 254. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιθασμός]], ὁ (ΑM) [[λιθάζω]]<br />[[λιθοβολισμός]], [[λιθοβόλημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A stoning, Sch.A.Th.676.
German (Pape)
[Seite 44] ὁ, Steinigung, Schol. Soph. Ai. 245.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθασμός: ὁ, λιθοβολία, σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 676, Σοφ. Αἴ. 254.
Greek Monolingual
λιθασμός, ὁ (ΑM) λιθάζω
λιθοβολισμός, λιθοβόλημα.