λικνίτης: Difference between revisions
From LSJ
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />à qui l’on apporte le van sacré (Dionysos).<br />'''Étymologie:''' [[λῖκνον]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />à qui l’on apporte le van sacré (Dionysos).<br />'''Étymologie:''' [[λῖκνον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λικνίτης]], ὁ, θηλ. λικνῑτις (Α) [[λίκνον]]<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[επίκληση]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λικνῑτις [[τροφή]]» — [[τροφή]] κατάλληλη για [[μωρό]] που [[είναι]] [[ακόμη]] στην [[κούνια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
[ϝῑ], ου, ὁ, god
A of the λίκνον, epith. of Dionysus, Orph.H.46.1, 52.3, Plu.2.365a:—fem. λικν-ῖτις, τροφή S.Ichn.269.
German (Pape)
[Seite 47] ὁ, Beiname des Bacchus, s. λικνοφόρος, Orph. H. 45. 53, vgl. Plut. Is. et Os. 35.
Greek (Liddell-Scott)
λικνίτης: [νῑ], ου, ὁ, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου (ἴδε ἐν λ. λίκνον), Ὀρφ. Ὕμ. 45. 1., 51. 3, Πλούτ. 1. 365Α· πρβλ. Serv. εἰς Οὐερ. Γεωπ. 1. 166 καὶ ἴδε λικνοφόρος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
à qui l’on apporte le van sacré (Dionysos).
Étymologie: λῖκνον.
Greek Monolingual
λικνίτης, ὁ, θηλ. λικνῑτις (Α) λίκνον
1. (το αρσ.) επίκληση του Διονύσου
2. φρ. «λικνῑτις τροφή» — τροφή κατάλληλη για μωρό που είναι ακόμη στην κούνια.