λογέμπορος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_17)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λογέμπορος''': -ον, ὁ ἐμπορευόμενος ἐν λόγοις, Ἀρτεμίδ. 2. 75· - τονισμός τις [[παράδοξος]] λογεμπόρος μνημονεύεται ὑπὸ Εὐστ. 463. 40., 1447. 47
|lstext='''λογέμπορος''': -ον, ὁ ἐμπορευόμενος ἐν λόγοις, Ἀρτεμίδ. 2. 75· - τονισμός τις [[παράδοξος]] λογεμπόρος μνημονεύεται ὑπὸ Εὐστ. 463. 40., 1447. 47
}}
{{grml
|mltxt=[[λογέμπορος]] και, [[κατά]] τον Ευστάθιο, λογεμπόρος, ὁ (Α)<br />αυτός που κάνει [[εμπόριο]] στα [[λόγια]].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογέμπορος Medium diacritics: λογέμπορος Low diacritics: λογέμπορος Capitals: ΛΟΓΕΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: logémporos Transliteration B: logemporos Transliteration C: logemporos Beta Code: loge/mporos

English (LSJ)

ὁ,

   A phrase-monger, Artem.2.70: a pecul. accent λογεμπόρος is mentioned by Eust.463.40, 1447.47.

Greek (Liddell-Scott)

λογέμπορος: -ον, ὁ ἐμπορευόμενος ἐν λόγοις, Ἀρτεμίδ. 2. 75· - τονισμός τις παράδοξος λογεμπόρος μνημονεύεται ὑπὸ Εὐστ. 463. 40., 1447. 47

Greek Monolingual

λογέμπορος και, κατά τον Ευστάθιο, λογεμπόρος, ὁ (Α)
αυτός που κάνει εμπόριο στα λόγια.