λογέμπορος

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογέμπορος Medium diacritics: λογέμπορος Low diacritics: λογέμπορος Capitals: ΛΟΓΕΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: logémporos Transliteration B: logemporos Transliteration C: logemporos Beta Code: loge/mporos

English (LSJ)

ὁ, phrase-monger, Artem.2.70: a pecul. accent λογεμπόρος is mentioned by Eust.463.40, 1447.47.

Greek (Liddell-Scott)

λογέμπορος: -ον, ὁ ἐμπορευόμενος ἐν λόγοις, Ἀρτεμίδ. 2. 75· - τονισμός τις παράδοξος λογεμπόρος μνημονεύεται ὑπὸ Εὐστ. 463. 40., 1447. 47

Greek Monolingual

λογέμπορος και, κατά τον Ευστάθιο, λογεμπόρος, ὁ (Α)
αυτός που κάνει εμπόριο στα λόγια.

German (Pape)

ὁ, der mit Reden handelt, überhaupt Einer der aus dem Schreiben, der Gelehrsamkeit ein Gewerbe macht, von den Sophisten gesagt, Artemidor. 2.75, Schol. Eur. Hipp. 966.